- κίλλιον
- κίλλιοςass-colouredmasc acc sgκίλλιοςass-colouredneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίλλιος — κίλλιος, ία, ον (Α) [κίλλος] αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, κιλλός* («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
ονάγρινος — ὀνάγρινος, ίνη, ον (Α) [όναγρος] (ιδίως για ένδυμα) αυτός που έχει το χρώμα άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα, τὸ νῡν ὀνάγρινον», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
Μικρονησία — Νησιωτικό κράτος του δυτικού Ειρηνικού ωκεανού.Η Μ. είναι ομόσπονδο κράτος και διαιρείται διοικητικά σε τέσσερις πολιτείες (σε παρένθεση η τοπική ονομασία): Kουκ, πρώην Τρουκ (Chuuk, πρώην Truk), Κοσράε ή Kουσάιε (Kosrae ή Kosaie), Πόνπεϊ, πρώην… … Dictionary of Greek